καταναίω

καταναίω
καταναίω (Α)
1. κάνω κάποιον να κατοικήσει, εγκαθιστώ («κατένασσε δ' ὑπὸ χθονός», Ησίοδ.)
2. ιδρύω, εγκαθιδρύω («βωμὸν κατένασσε»)
3. (μέσ. και παθ.) καταναίομαι
αποικίζω («κοὔπω πλείους ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ναίω «κατοικώ, εγκαθιστώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταναῖον — καταναίω make to dwell pres part act masc voc sg καταναίω make to dwell pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναίου — καταναίω make to dwell pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) καταναίω make to dwell imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατενάσθην — καταναίω make to dwell aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) καταναίω make to dwell aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανασθήσομαι — καταναίω make to dwell fut ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανασσαμένη — καταναίω make to dwell aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναίοις — καταναίω make to dwell pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναίων — καταναίω make to dwell pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατενάσθη — καταναίω make to dwell aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατενάσθησαν — καταναίω make to dwell aor ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατενάσσατο — καταναίω make to dwell aor ind mid 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”