- καταναίω
- καταναίω (Α)1. κάνω κάποιον να κατοικήσει, εγκαθιστώ («κατένασσε δ' ὑπὸ χθονός», Ησίοδ.)2. ιδρύω, εγκαθιδρύω («βωμὸν κατένασσε»)3. (μέσ. και παθ.) καταναίομαιαποικίζω («κοὔπω πλείους ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ναίω «κατοικώ, εγκαθιστώ»].
Dictionary of Greek. 2013.